ἠνάγκασαν

ἠνάγκασαν
ἀναγκάζω
force
aor ind act 3rd pl (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… …   Dictionary of Greek

  • επικυρώνω — (AM ἐπικυρῶ, όω) [κυρώνω] προσδίδω κύρος σε κάτι, καθιστώ έγκυρο κάτι (α. «επικυρώθηκε η συνθήκη» β. «ἐπικυρῶσαι ἠνάγκασαν τὴν γνώμην», Θουκ.) νεοελλ. επιβεβαιώνω, επαληθεύω κάτι, συμφωνώ («επικύρωσε τα λόγια του») …   Dictionary of Greek

  • κυνηγέσιο — το (AM κυνηγέσιον, Μ και κυνηγέσιν) [κυνηγέτης] ομάδα στην οποία μετέχουν πολλοί κυνηγοί και κυνηγετικά σκυλιά, κυνηγετική συνοδεία («καὶ τὸ κυνηγέσιον πᾱν συμπέμψω», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κυνήγι, θήρα («περὶ τὰ κυνηγέσια καὶ τὴν φιλοσοφίαν ἠνάγκασαν… …   Dictionary of Greek

  • προαπέρχομαι — ΝΑ φεύγω προηγουμένως («ἠνάγκασαν πρὶν τὸν Βρασίδαν ἰδεῑν... προαπελθεῑν», Θουκ.) αρχ. 1. πεθαίνω προηγουμένως 2. πεθαίνω για χάρη κάποιου 3. φρ. «προαπέρχομαι τοῡ χρόνου» απέρχομαι πριν από τον καιρό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπέρχομαι «φεύγω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”